λύπαις

λύπαις
λύ̱παις , λύπη
pain of body
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομβρηρός — ὀμβρηρός, ά, όν (Α) (ποιητ. τ.) βρόχινος. επίρρ... ὀμβρηρῶς (Α) 1. με τρόπο ραγδαίας βροχής 2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”